ανδρολέτειρα

ανδρολέτειρα
ἀνδρολέτειρα, η (Α)
φονική, θανατηφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + ολέτειρα < όλλυμι «καταστρέφω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνδρολέτειρ' — ἀνδρολέτειρα , ἀνδρολέτειρα murderess fem nom/voc sg ἀνδρολέτειραι , ἀνδρολέτειρα murderess fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρολέτειραν — ἀνδρολέτειρα murderess fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”